ρόμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρόμβος | οι | ρόμβοι |
γενική | του | ρόμβου | των | ρόμβων |
αιτιατική | τον | ρόμβο | τους | ρόμβους |
κλητική | ρόμβε | ρόμβοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρόμβος < αρχαία ελληνική ῥόμβος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρόμβος αρσενικό
- επίπεδο παραλληλόγραμμο σχήμα στο οποίο όλες οι πλευρές είναι ίσες