σασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σασμός οι σασμοί
      γενική του σασμού των σασμών
    αιτιατική τον σασμό τους σασμούς
     κλητική σασμέ σασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σασμός < μεσαιωνική ελληνική σασμός / ἰσασμός < ελληνιστική κοινή ἰσασμός < αρχαία ελληνική ἰσάζω < ἴσος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σασμός αρσενικό

  • (ιδιωματικό) συμβιβασμός, συμφωνία, συμφιλίωση
    ※  Σασμός, λέγεται πάν έγγραφον επί διαφιλονεικουμένων κτημάτων, άμα ως συμφωνήσωσιν οι ενδιαφερόμενοι. (A. Γ. Πασπάτης, Το χιακόν γλωσσάριον: ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα μετά τινών επιγραφών αρχαίων τε και νέων και του χάρτου της νήσου, Βιβλιοπωλείο των αδελφών Περρέ, 1888, σελ. 317)
    ※  Στα Λιβάδια, στα γειτονικά Ανώγεια και σε άλλα κρητικά χωριά οι συμβιβασμοί που επιτυγχάνουν «μεσίτες» σαν τον Χνάρη αποκαλούνται «σασμοί» ... «Μας είχαν κλέψει πρόβατα και είχαμε παρεξηγηθεί. Μου είχανε κάμει τότε σασμό. Από τη μια κουβέντα στην άλλη άμα δεν γίνεται σασμός οι ανθρώποι μπορεί να σκοτωθούνε» (Οι συμφιλιωτές της βεντέτας στην Κρήτη, εφημερίδα Καθημερινή, 22/06/2014, [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]