σημαιοστόλιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημαιοστόλιστος η σημαιοστόλιστη το σημαιοστόλιστο
      γενική του σημαιοστόλιστου της σημαιοστόλιστης του σημαιοστόλιστου
    αιτιατική τον σημαιοστόλιστο τη σημαιοστόλιστη το σημαιοστόλιστο
     κλητική σημαιοστόλιστε σημαιοστόλιστη σημαιοστόλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημαιοστόλιστοι οι σημαιοστόλιστες τα σημαιοστόλιστα
      γενική των σημαιοστόλιστων των σημαιοστόλιστων των σημαιοστόλιστων
    αιτιατική τους σημαιοστόλιστους τις σημαιοστόλιστες τα σημαιοστόλιστα
     κλητική σημαιοστόλιστοι σημαιοστόλιστες σημαιοστόλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημαιοστόλιστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σημαιοστόλιστος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]