σηψαιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σηψαιμικός < σηψαιμία + -ικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική septicémique)
Επίθετο[επεξεργασία]
σηψαιμικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηψαιμικός