σκιτζίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sciˈd͡zi.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐τζί‐δι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
σκιτζίδικος, -η, -ο
- που γίνεται αδέξια, χωρίς εμπειρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκιτζίδικος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σκιτζίδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας