σοδομίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοδομίτης < Σόδομα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.ðoˈmi.tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοδομίτης αρσενικό
- αυτός που επιδίδεται στη σοδομία
- (γενικότερα) ο ομοφυλόφιλος
- (σπάνιο) Σοδομίτης, κάτοικος των Σοδόμων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σοδομία