σπάγγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπάγγος οι σπάγγοι
      γενική του σπάγγου των σπάγγων
    αιτιατική τον σπάγγο τους σπάγγους
     κλητική σπάγγε σπάγγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπάγγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπάγγος → και δείτε τη λέξη σπάγκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspaŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπάγ‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπάγγος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]