σταυρεπίστεγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σταυρεπίστεγος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει στέγη σε σχήμα σταυρού
- σταυρεπίστεγος ναός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταυρεπίστεγος
|