στερεοϊσομέρεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοϊσομέρεια οι στερεοϊσομέρειες
      γενική της στερεοϊσομέρειας των στερεοϊσομερειών
    αιτιατική τη στερεοϊσομέρεια τις στερεοϊσομέρειες
     κλητική στερεοϊσομέρεια στερεοϊσομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεοϊσομέρεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréoisomérie < αρχαία ελληνική στερεός + (ελληνιστική κοινήἰσομερής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερεοϊσομέρεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]