στροβιλοαντιδραστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στροβιλοαντιδραστήρας < στρόβιλος + -ο- + αντιδραστήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική turbojet)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στροβιλοαντιδραστήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) μηχάνημα που συμβάλλει στην ώθηση, στην ώση με την εκβολή θερμών καυσαερίων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)