συναγερμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναγερμός <
- (ελληνιστική κοινή) συναγερμός
- (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική: alarme < ιταλική: all’arme (στα όπλα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναγερμός αρσενικό
- κάλεσμα και κινητοποίηση ατόμων ή ειδικών ομάδων λόγω κάποιας έκτακτης ανάγκης
- μηχανισμός που τοποθετείται σε αντικείμενα ή οικήματα και εκπέμπει ειδικό ηχητικό σήμα για να προειδοποιήσει ότι κάτι ξαφνικό συμβαίνει
- μόλις γίνει διακοπή ρεύματος αρχίζουν και βαράνε όλοι οι συναγερμοί της γειτονιάς
- (συνεκδοχικά) η κατάσταση ετοιμότητας για να αντιμετωπιστεί πιο άμεσα κάποιος ενδεχόμενος κίνδυνος
- (συνεκδοχικά) το ηχητικό σήμα που προειδοποιεί ότι υπάρχει έκτακτη ανάγκη
- μόλις άκουσε το συναγερμό πετάχτηκε έξω έντρομος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάλεσμα και κινητοποίηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
συναγερμός < συναγείρω (συναθροίζω, συγκαλώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναγερμός