σφοντύλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σφονδύλη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφοντύλι τα σφοντύλια
      γενική του σφοντυλιού των σφοντυλιών
    αιτιατική το σφοντύλι τα σφοντύλια
     κλητική σφοντύλι σφοντύλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφοντύλι < μεσαιωνική ελληνική σφοντύλιν < (ελληνιστική κοινήσφονδύλιον < υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) σφόνδυλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφοντύλι και σφονδύλι ουδέτερο

  1. (εργαλείο) κυλινδρικό και σχετικά βαρύ αντικείμενο που μπαίνει στη βάση του αδραχτιού
    • Το αδράχτι, με το ραβδί και το σφοντύλι, η ρόκα και ο κάλαθος είναι εργαλεία του γνεσίματος, της διαδικασίας δηλαδή κατά την οποία μέσω της περιστροφικής κίνησης οι ίνες αποκτούν συνοχή και στερεότητα και γίνονται κλωστή. (*)
    • Γιατί τούτο το φως είναι ο συνεκτικός δεσμός του ουρανού ―κάτι σαν τα υποζώματα στις τριήρεις―, αυτό που συγκρατεί όλη την περιστροφική κίνησή του, κι από τις άκρες του δεσμού είναι σφιχτά στερεωμένο το αδράχτι της Ανάγκης, αυτό που προκαλεί όλες τις περιστροφικές κινήσεις. Το αδράχτι είχε στέλεχος κι αγκίστρι από μέταλλο σκληρό, ενώ το σφοντύλι του ήταν εν μέρει από το ίδιο σκληρό μέταλλο κι εν μέρει από άλλα υλικά. Κι όσο για το σφοντύλι ήταν περίπου ως εξής: Είχε το σχήμα που έχουν και τα δικά μας σφοντύλια, απ' ότι έλεγε όμως πρέπει να το φανταστούμε πως ήταν σαν να είχαν περάσει και τοποθετήσει μέσα σε ένα μεγάλο σφοντύλι, κοίλο και εντελώς κουφωμένο, ένα άλλο όμοιο αλλά μικρότερο, που ταίριαζε ακριβώς, σαν τους κάδους που χωρούν ακριβώς ο ένας μέσα στον άλλο, και κατά τον ίδιο τρόπο ένας τρίτος κι ένας τέταρτος κι άλλοι τέσσερις ακόμη. Γιατί, όπως έλεγε, συνολικά τα σφοντύλια ήσαν οκτώ, τοποθετημένα το ένα μέσα στο άλλο, έτσι που τα χείλη τους να δείχνουν από πάνω σαν κύκλος, σχηματίζοντας ένα σφοντύλι με μια συνεχή επιφάνεια γύρω στο στέλεχος της ρόκας. (Πλάτων, Πολιτεία, 616c, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Πόλις 2002)
  2. (φυτό) (λαϊκότροπο) το φυτό ασφόδελος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • μου 'ρχεται ο ουρανός σφοντύλι:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]