σωματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωματολογικός < σωματολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σωματολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την σωματολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωματολογικός