ταχυκίνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυκίνητος η ταχυκίνητη το ταχυκίνητο
      γενική του ταχυκίνητου της ταχυκίνητης του ταχυκίνητου
    αιτιατική τον ταχυκίνητο την ταχυκίνητη το ταχυκίνητο
     κλητική ταχυκίνητε ταχυκίνητη ταχυκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυκίνητοι οι ταχυκίνητες τα ταχυκίνητα
      γενική των ταχυκίνητων των ταχυκίνητων των ταχυκίνητων
    αιτιατική τους ταχυκίνητους τις ταχυκίνητες τα ταχυκίνητα
     κλητική ταχυκίνητοι ταχυκίνητες ταχυκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχυκίνητος < ταχυ- + -κίνητος

Επίθετο[επεξεργασία]

ταχυκίνητος, -η, -ο

  • αυτός που κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα από άλλη συμβατική
    ταχυκίνητος ανελκυστήρας, ταχυκίνητη αμαξοστοιχία, ταχυκίνητο σκάφος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. εύδρομος (ναυτικός όρος)
  2. ταχύπλοος (στη θάλασσα)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]