τεκμηριωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεκμηριωμένος, μετοχή παθ. παρακειμένου του τεκμηριώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
τεκμηριωμένος, -η, -ο
- που αποδεικνύεται, στηρίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία, σε ντοκουμέντα
- τεκμηριωμένη καταγγελία
- τεκμηριωμένο επιχείρημα