τετράστομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράστομος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τέσσερα στόματα, ή εισόδους - εξόδους
- τετράστομη σήραγγα (= διπλή σήραγγα)
- αυτός που φέρει τέσσερις εκβολές ποταμών
- τετράστομος κόλπος
- αυτός που φέρει τέσσερις αιχμές
- τετράστομος πέλεκυς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράστομος
|