τηγάνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηγάνισμα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tiˈɣa.ni.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηγάνισμα ουδέτερο
- μαγείρεμα σε τηγάνι, συνήθως με τη χρήση λαδιού και σε υψηλή θερμοκρασία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τηγάνι