τηγάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τηγάνι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηγάνι τα τηγάνια
      γενική του τηγανιού των τηγανιών
    αιτιατική το τηγάνι τα τηγάνια
     κλητική τηγάνι τηγάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηγάνι < (ελληνιστική κοινήτηγάνιον, υποκοριστικό του τήγανον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tiˈɣa.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηγάνι ουδέτερο

τηγάνι
  1. (κουζινικά) οικιακό σκεύος που χρησιμοποιείται για τηγάνισμα ή σοτάρισμα
  2. αβαθής δεξαμενή που γεμίζεται με θαλασσινό νερό για την παραγωγή αλατιού, το αλοπήγιο[1]
    ※  Ο Νίκος Κορδώσης θυμάται τον εαυτό του από μικρό παιδί να παίζει στα «τηγάνια», τα αλοπήγια όπου το θαλασσινό νερό εκτίθεται στον ήλιο προκειμένου να στεγνώσει και να μείνει το αλάτι.
    Γιώργος Πουλιόπουλος, Αλυκές Μεσολογγίου, εκεί όπου βγαίνει ο λευκός θησαυρός της Ελλάδας, Travel.gr, 26 Σεπτεμβρίου 2021
  3. (αργκό, αθλητισμός) το γήπεδο Καραϊσκάκη, έδρα της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς (οι οπαδοί του οποίου έχουν το παρατσούκλι «γάβροι»)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)