τηγάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τηγάνι | τα | τηγάνια |
γενική | του | τηγανιού | των | τηγανιών |
αιτιατική | το | τηγάνι | τα | τηγάνια |
κλητική | τηγάνι | τηγάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηγάνι < (ελληνιστική κοινή) τηγάνιον, υποκοριστικό του τήγανον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηγάνι ουδέτερο
- (κουζινικά) οικιακό σκεύος που χρησιμοποιείται για τηγάνισμα ή σοτάρισμα
- (αργκό, αθλητισμός) το γήπεδο Καραϊσκάκη, έδρα της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς (οι οπαδοί του οποίου έχουν το παρατσούκλι «γάβροι»)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηγάνι