τηγανισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηγανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τηγανίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
τηγανισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τηγανίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηγανισμένος
|