τσάρκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσάρκα οι τσάρκες
      γενική της τσάρκας
    αιτιατική την τσάρκα τις τσάρκες
     κλητική τσάρκα τσάρκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσάρκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çark < περσική چرخ (τροχός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσάρκα θηλυκό

  • το περπάτημα για την ευχαρίστηση
    πάμε τσάρκα
    ※  τραγούδι «Τα καβουράκια», 1995. Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
    Στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια / έρμα παραπονεμένα / κι όλο κλαίνε τα καημένα
    Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα / πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα / κι όλο κλαίνε τα καβουράκια / στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]