υδρογονούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρογονούχος < υδρογόν(ο) + -ούχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ðɾo.ɣoˈnu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐γο‐νού‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
υδρογονούχος, -α, -ο
- που περιέχει υδρογόνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρογονούχος