υμνωδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υμνωδία | οι | υμνωδίες |
γενική | της | υμνωδίας | των | υμνωδιών |
αιτιατική | την | υμνωδία | τις | υμνωδίες |
κλητική | υμνωδία | υμνωδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υμνωδία < αρχαία ελληνική ὑμνῳδία < ὑμνέω / ὑμνῶ + ᾠδή (< ᾄδω / ἀείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.mnoˈði.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υμνωδία θηλυκό