υπερπλήρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερπλήρης η υπερπλήρης το υπερπλήρες
      γενική του υπερπλήρους* της υπερπλήρους του υπερπλήρους
    αιτιατική τον υπερπλήρη την υπερπλήρη το υπερπλήρες
     κλητική υπερπλήρη(ς) υπερπλήρης υπερπλήρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερπλήρεις οι υπερπλήρεις τα υπερπλήρη
      γενική των υπερπλήρων των υπερπλήρων των υπερπλήρων
    αιτιατική τους υπερπλήρεις τις υπερπλήρεις τα υπερπλήρη
     κλητική υπερπλήρεις υπερπλήρεις υπερπλήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερπλήρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερπλήρης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]