υποφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποφέρω < αρχαία ελληνική ὑποφέρω < ὑπό + φέρω
Ρήμα
[επεξεργασία]υποφέρω
- (μεταβατικό) αντέχω πόνο, βάσανο ή άλλη αρνητική εμπειρία
- δεν την υποφέρω τη ζέστη πια
- (αμετάβατο) νιώθω ένα έντονα αρνητικό αίσθημα, πόνο σωματικό ή ψυχικό, βρίσκομαι κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες
- υποφέρω από τη ζέστη / από αρρώστια / από τον θάνατο αγαπημένων προσώπων / από φτώχια κλπ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αποκάμ(ν)ω
- βαργεστίζω
- βαρυαλγώ
- βασανίζομαι
- γανιάζω
- δεινοπαθώ
- ισχυροπαθώ
- κακοβαστάζω
- κακοπαθαίνω, κακοπαθώ
- μαρτυρίζομαι, μαρτυρίζω
- πάσχω
- περικακώ
- πικροκακοπαθώ
- ταλαιπορούμαι
- υπομένω
- φρενιάζω