υπόκλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπόκλιση | οι | υποκλίσεις |
γενική | της | υπόκλισης* | των | υποκλίσεων |
αιτιατική | την | υπόκλιση | τις | υποκλίσεις |
κλητική | υπόκλιση | υποκλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποκλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπόκλιση < ελληνιστική κοινή ὑπόκλισις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπόκλιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υποκλίνομαι