φαυλόβιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η φαυλόβιος το φαυλόβιο
      γενική του/της φαυλόβιου του φαυλόβιου
    αιτιατική τον/τη φαυλόβιο το φαυλόβιο
     κλητική φαυλόβιε φαυλόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαυλόβιοι τα φαυλόβια
      γενική των φαυλόβιων των φαυλόβιων
    αιτιατική τους/τις φαυλόβιους τα φαυλόβια
     κλητική φαυλόβιοι φαυλόβια
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαυλόβιος < ελληνιστική κοινή φαυλόβιος[1] < φαύλ(ος) + -ό- + -βιος

Επίθετο[επεξεργασία]

φαυλόβιος, -ος, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]