φυλλοσκεπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φυλλοσκεπής | η | φυλλοσκεπής | το | φυλλοσκεπές |
γενική | του | φυλλοσκεπούς* | της | φυλλοσκεπούς | του | φυλλοσκεπούς |
αιτιατική | τον | φυλλοσκεπή | τη | φυλλοσκεπή | το | φυλλοσκεπές |
κλητική | φυλλοσκεπή(ς) | φυλλοσκεπής | φυλλοσκεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φυλλοσκεπείς | οι | φυλλοσκεπείς | τα | φυλλοσκεπή |
γενική | των | φυλλοσκεπών | των | φυλλοσκεπών | των | φυλλοσκεπών |
αιτιατική | τους | φυλλοσκεπείς | τις | φυλλοσκεπείς | τα | φυλλοσκεπή |
κλητική | φυλλοσκεπείς | φυλλοσκεπείς | φυλλοσκεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυλλοσκεπής
- σκεπασμένος με φύλλα ή με φύλλωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλλοσκεπής
|