φωνογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνογραφία οι φωνογραφίες
      γενική της φωνογραφίας των φωνογραφιών
    αιτιατική τη φωνογραφία τις φωνογραφίες
     κλητική φωνογραφία φωνογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωνογραφία < φωνογράφος, φωνο- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωνογραφία θηλυκό (δόκιμο στον ενικό, γενική: της φωνογραφίας)

  1. η απεικόνιση φθόγγων με σύμβολα
  2. (παρωχημένο) η εγγραφή ήχων στη συσκευή του φωνογράφου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]