φωτοειδησεογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοειδησεογραφικός < φωτοειδησεογραφ(ία) + -ικός. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + ειδησεογραφικός.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.to.i.ði.se.o.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐ει‐δη‐σε‐ο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
φωτοειδησεογραφικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) ο σχετικός με τη φωτοειδησεογραφία
- ↪φωτοειδησεογραφικό πρακτορείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοειδησεογραφικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr