χεροκάμωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χεροκάμωτος η χεροκάμωτη το χεροκάμωτο
      γενική του χεροκάμωτου της χεροκάμωτης του χεροκάμωτου
    αιτιατική τον χεροκάμωτο τη χεροκάμωτη το χεροκάμωτο
     κλητική χεροκάμωτε χεροκάμωτη χεροκάμωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χεροκάμωτοι οι χεροκάμωτες τα χεροκάμωτα
      γενική των χεροκάμωτων των χεροκάμωτων των χεροκάμωτων
    αιτιατική τους χεροκάμωτους τις χεροκάμωτες τα χεροκάμωτα
     κλητική χεροκάμωτοι χεροκάμωτες χεροκάμωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χεροκάμωτος < χερο- + -κάμωτος[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

χεροκάμωτος, -η, -ο

(σπάνιο)

  1. φτιαγμένος από ανθρώπινο χέρι
  2. χειροποίητος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]