χιτώνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιτώνιο τα χιτώνια
      γενική του χιτωνίου
χιτώνιου
των χιτωνίων
    αιτιατική το χιτώνιο τα χιτώνια
     κλητική χιτώνιο χιτώνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο χιτώνια στρατιωτικών στολών των ΗΠΑ (1918)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιτώνιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιτώνιον < χιτών + υποκοριστικό επίθημα -ιον [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιτώνιο ουδέτερο

  1. (ενδυμασία, στρατιωτικός όρος είδος στρατιωτικού σακακιού
  2. (τεχνολογία) πρόσθετος εσωτερικός κύλινδρος για την προστασία του εξωτερικού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]