χρυσοχέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρυσοχέρης οι χρυσοχέρηδες
      γενική του χρυσοχέρη των χρυσοχέρηδων
    αιτιατική τον χρυσοχέρη τους χρυσοχέρηδες
     κλητική χρυσοχέρη χρυσοχέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοχέρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρυσοχέρης < χρυσο- + χέρ(ι) + -ης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρυσοχέρης αρσενικό (θηλυκό χρυσοχέρα)

  1. ο πολύ ικανός, που ό,τι πιάνει να φτιάξει με τα χέρια του, το κάνει πολύ καλά, ο προκομμένος
  2. (κατ’ επέκταση) ο πολύ ικανός στις δουλειές, επιχειρήσεις του, εκείνος που βγάζει πολλά λεφτά με ευκολία, που όταν πιάνει μια δουλειά, την ανεβάζει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοχέρης < χρυσο- + χέρ(ι) + -ης

ζητούμενο λήμμα