ψυχρομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχρομετρικός < ψυχρομετρία
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχρομετρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ψυχρομετρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχρομετρικός