ψωλαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψωλαράς οι ψωλαράδες
      γενική του ψωλαρά των ψωλαράδων
    αιτιατική τον ψωλαρά τους ψωλαράδες
     κλητική ψωλαρά ψωλαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψωλαράς < ψωλ(ή) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pso.laˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψω‐λα‐ράς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψωλαράς αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]