ωόλιθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωόλιθος οι ωόλιθοι
      γενική του ωόλιθου
ωολίθου
των ωόλιθων
ωολίθων
    αιτιατική τον ωόλιθο τους ωόλιθους
ωολίθους
     κλητική ωόλιθε ωόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωόλιθος < ωόν + λίθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωόλιθος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]