αυγό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυγό < μεσαιωνική ελληνική αυγό(ν) / αβγό(ν) < ελληνιστική κοινή ὠόν < αρχαία ελληνική ᾠόν < ᾠϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm (αυγό) < *h₂éwis (πουλί)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυγό ουδέτερο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η γραφή αυτή θεωρείται από τους περισσότερους γλωσσολόγους ως λανθασμένη, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε ευρεία χρήση.[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυγό
|
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας., σ. 43