ἐτηρίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐτηρίς αἱ ἐτηρίδες
      γενική τῆς ἐτηρίδος τῶν ἐτηρίδων
      δοτική τῇ ἐτηρίδ ταῖς ἐτηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐτηρίδ τὰς ἐτηρίδᾰς
     κλητική ! ἐτηρίς* ἐτηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐτηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐτηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἔτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐτηρίς θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]