ὄροβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: όροβος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄροβος οἱ ὄροβοι
      γενική τοῦ ὀρόβου τῶν ὀρόβων
      δοτική τῷ ὀρόβ τοῖς ὀρόβοις
    αιτιατική τὸν ὄροβον τοὺς ὀρόβους
     κλητική ! ὄροβε ὄροβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρόβω
γεν-δοτ τοῖν  ὀρόβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄροβος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὄροβος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]