ὄροβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄροβος | οἱ | ὄροβοι |
γενική | τοῦ | ὀρόβου | τῶν | ὀρόβων |
δοτική | τῷ | ὀρόβῳ | τοῖς | ὀρόβοις |
αιτιατική | τὸν | ὄροβον | τοὺς | ὀρόβους |
κλητική ὦ! | ὄροβε | ὄροβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρόβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρόβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄροβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄροβος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὄροβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Όσπρια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)