ῥήγνυμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | -ῥήγνῡμι | ῥήγνῠμαι |
Παρατατικός | -ἐρρήγνυν, -ἐρρήγνυον | ἐρρηγνύμην |
Μέλλοντας | -ῥήξω | ῥήξομαι & ῥαγήσομαι |
Αόριστος | ἔρρηξα | -ἐρρηξάμην & ἐρράγην, ἐρρήχθην |
Παρακείμενος | -ἔρρηγμαι -ἔρρωγα -ἔρρηχα | |
Υπερσυντέλικος | -ἐρρώγειν | |
Συντελ.Μέλλ. | ||
Οι παύλες σημαίνουν ότι οι αντίστοιχοι τύποι απαντούν μόνον ως συνθετικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥήγνυμι < ρίζα *ϝράγ- και *ϝρήγ + πρόσφυμα -νυ- και με μετάπτωση το θέμα ῥωγ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wreh₁ǵ-. Συγγενεή: λατινική frango, αγγλοσαξονική brecan, αγγλική break
Ρήμα[επεξεργασία]
ῥήγνυμι (& ῥηγνύω)
- διαρρηγνύω
- διαρρηγνύω τις τάξεις των εχθρών, διασπώ το μέτωπο
- σπάζω, συντρίβω
- εγείρω, διεγείρω
- βγάζω (φωνή)
- χτυπώ και ρίχνω κάτω
- αφήνω κάποιον ελεύθερο
- ξεσπάω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ίσως ῥηχός
Σύνθετα[επεξεργασία]
σύνθετα του ρήματος |
άλλα σύνθετα |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
συγγενικά στα νέα ελληνικά:
Πηγές[επεξεργασία]
- ῥήγνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥήγνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.