αυτοφυλόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοφυλόφιλος < νεολογισμός του 20ου/21ου αιώνα. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autosexual, αυτοφυλοφιλ(ία) + -ος, αυτο- + φυλο- + -φιλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.fiˈlo.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐φυ‐λό‐φι‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοφυλόφιλος -η -ο
- που σχετίζεται με σεξουαλική έλξη προς τον εαυτό
- ένας αυτοφυλόφιλος άνδρας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοφυλόφιλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοφυλόφιλος αρσενικό
- άτομο που αισθάνεται σεξουαλική έλξη προς τον ίδιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη φύλο
Κατηγορίες:
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)