δίπτερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίπτερος η δίπτερη το δίπτερο
      γενική του δίπτερου της δίπτερης του δίπτερου
    αιτιατική τον δίπτερο τη δίπτερη το δίπτερο
     κλητική δίπτερε δίπτερη δίπτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίπτεροι οι δίπτερες τα δίπτερα
      γενική των δίπτερων των δίπτερων των δίπτερων
    αιτιατική τους δίπτερους τις δίπτερες τα δίπτερα
     κλητική δίπτεροι δίπτερες δίπτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίπτερος < αρχαία ελληνική δίπτερος < δι- + πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)

Επίθετο[επεξεργασία]

δίπτερος

  1. που έχει δύο φτερά / πτερά
  2. (αρχιτεκτονική) που τον περιβάλλει διπλή σειρά κιόνων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]