θεόληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεόληπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεόληπτος < θεό- + -ληπτος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeˈo.li.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ό‐λη‐πτος
Επίθετο[επεξεργασία]
θεόληπτος, -η, -ο
- (θρησκεία) που έχει λάβει πνεύμα θεού, θεία έμπνευση
- (ψυχιατρική) που νομίζει ότι επικοινωνεί με τον θεό, θρησκομανής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεόληπτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεόληπτος, -ος, -ον
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις θεός, λῆψις και λαμβάνω
Πηγές[επεξεργασία]
- θεόληπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θεό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ληπτος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θεό- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ληπτος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κακόσημοι όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)