ἀστράγαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αστράγαλος, Ἀστράγαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀστράγαλος οἱ ἀστράγαλοι
      γενική τοῦ ἀστραγάλου τῶν ἀστραγάλων
      δοτική τῷ ἀστραγάλ τοῖς ἀστραγάλοις
    αιτιατική τὸν ἀστράγαλον τοὺς ἀστραγάλους
     κλητική ! ἀστράγαλε ἀστράγαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀστραγάλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀστραγάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀστράγαλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀστράγαλος, -ου αρσενικό

  1. (ανατομία) ένας από τους σπονδύλους (κυρίως του αυχένα)
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 466 (465-466)
    τόν ῥ᾽ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ, | νείατον ἀστράγαλον, ἀπὸ δ᾽ ἄμφω κέρσε τένοντε·
    Τον κτύπησ᾽ όπου δένεται με το κεφάλι ο σβέρκος | μες στο σφονδύλι κι έκοψε και τα δυο νεύρα η λόγχη
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 65 (64-65)
    ἐκ δέ μοι αὐχὴν | ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθε.
    έτσι, συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι | στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (ανατομία) αστράγαλος
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 129.2
    καί κως ἰσχυροτέρως ἐστράφη· ὁ γάρ οἱ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων.
    το στραμπούληγμα ήταν κάπως σοβαρό, γιατί ο αστράγαλος βγήκε από την κλείδωση.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Περὶ ἱππικῆς, 11.3 @scaife.perseus
    ἢν οὖν τις ὑποτιθέντος αὐτοῦ ἀνακρούῃ τῷ χαλινῷ, ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ πρόσθεν σῶμα, ὥστε τοῖς ἐξ ἐναντίας φαίνεσθαι τὴν γαστέρα καὶ τὰ αἰδοῖα.
     συνώνυμα: λατινικά talus
  3. (ανατομία) καρπός του χεριού
    ※  3ος/2ος↑ αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Δανιήλ (Θεοδοτίων) (Rahlfs), κεφ. 5.24 @scaife.perseus
    διὰ τοῦτο ἐκ προσώπου αὐτοῦ ἀπεστάλη ἀστράγαλος χειρὸς καὶ τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέταξεν.
  4. σκουλαρίκι
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 46 533f, @scaife.perseus, @el.wikisource
    καὶ γὰρ Ἀνακρέων αὐτὸν ἐκ πενίας εἰς τρυφὴν ὁρμῆσαί φησιν ἐν τούτοις·
    πρὶν μὲν ἔχων βερβέριον, καλύμματ’ ἐσφηκωμένα,
    καὶ ξυλίνους ἀστραγάλους ἐν ὠσὶ
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του ποιητή Ανακρέοντα.
  5. (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο σε κιονόκρανο κίονα ιωνικού ρυθμού
  6. (στον πληθυντικό) ζάρια ή το παιχνίδι που παίζεται με τα ζάρια που αρχικά κατασκευάζονταν με κόκκαλα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 88 (85-88)
    εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος | ἤγαγεν ὑμέτερόνδ᾽ ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς, | ἤματι τῷ, ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος, | νήπιος, οὐκ ἐθέλων, ἀμφ᾽ ἀστραγάλοισι χολωθείς·
    όταν παιδί στην σκέπην σας με έφερε ο πατέρας | απ᾽ τον Οπούντα, εξ αφορμής κακής ανδροφονίας, | όταν του Αμφιδάμαντος εφόνευσα τ᾽ αγόρι | αθέλητα, ως εθύμωσα μ᾽ αυτόν στους αστραγάλους·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 94.3
    ἐξευρεθῆναι δὴ ὦν τότε καὶ τῶν κύβων καὶ τῶν ἀστραγάλων καὶ τῆς σφαίρης καὶ τῶν ἀλλέων πασέων παιγνιέων τὰ εἴδεα, πλὴν πεσσῶν· τούτων γὰρ ὦν τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιοῦνται Λυδοί.
    Πως τότε βρέθηκαν λέει τα παιχνίδια και με τα ζάρια και με τα κότσια και με την μπάλα, κι όλα τα άλλα είδη παιχνιδιών, εκτός από τους πεσσούς· γιατί αυτών την ανακάλυψη δεν τη θέλουν δική τους οι Λυδοί.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  3ος↑ αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 46, Οὐκ εἴμ᾿ οὐδ᾿ ἐτέων δύο κεἴκοσι καὶ κοπιῶ ζῶν
    Οὐκ εἴμ᾿ οὐδ᾿ ἐτέων δύο κεἴκοσι καὶ κοπιῶ ζῶν. ῎Ωρωτες, τί κακὸν τοῦτο; Τί με φλέγετε; | Ἢν γὰρ ἐγώ τι πάθω, τί ποιήσετε; Δῆλον, ῎Ερωτες, ὡς τὸ πάρος παίξεσθ᾿ ἄφρονες ἀστραγάλοις.
    Δεν είμαι ακόμα εικοσιδύο χρονών και κουράστηκα να ζω. Αχ, Έρωτες, τι κακό είναι τούτο; Γιατί με φλέγετε; | Αν εγώ πάθω κάτι, τι θα κάνετε; Ξέρω, Έρωτες, όπως και πρώτα, θα παίζετε αμέριμνοι αστραγάλους.
    Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek-language.gr
    ΣτΕ: Σχόλιο του μεταφραστή: «Τα μικρά παιδιά έπαιζαν με τους αστραγάλους από τα κόκκαλα ζώων όπως σήμερα με ζάρια. Οι έρωτες, ως παιδιά που είναι, παίζουν και αυτοί με αστραγάλους.»
  7. (στον πληθυντικό ως κοπλιμέντο) καλλίγραμμα πόδια
    ※  3ος↑ αιώνας Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Θερισταί ή Εργατίναι (Μίλων και Βουκαίος), στιχ. 36 (36-37)
    οἱ μὲν πόδες ἀστράγαλοί τευς, | ἁ φωνὰ δὲ τρύχνος· τὸν μὰν τρόπον οὐκ ἔχω εἰπεῖν.
    Τα πόδια σου αλαφροπατούν | κι είναι γλυκιά η φωνή σου, για τους καλούς τους τρόπους σου παινέματα δε βρίσκω.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]