âne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
âne | ânes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- âne < παλαιά γαλλική asne < λατινική asinus
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]âne (fr) αρσενικό (θηλυκό ânesse)