środowiskowy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- środowiskowy < środowisko (pl)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɕrɔdɔvʲiˈskɔvɨ/
Επίθετο[επεξεργασία]
środowiskowy (pl)
- ο σχετικός ή αναφερόμενος στο περιβάλλον, περιβαλλοντικός
- (γλωσσολογία) (όρος) που χρησιμοποιείται μόνο σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (π.χ. χρησιμοποιείται από τους ψαράδες)
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου środowiskowy στα πολωνικά