Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αμφιθέα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Ἀμφιθέα

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμφιθέα οι Αμφιθέες
      γενική της Αμφιθέας
    αιτιατική την Αμφιθέα τις Αμφιθέες
     κλητική Αμφιθέα Αμφιθέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αμφιθέα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀμφιθέα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɱ.fiˈθe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αμφιθέα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αμφιθέα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. συνοικία του Παλαιού Φαλήρου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]