Αράχοβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αράχοβα οι Αράχοβες
      γενική της Αράχοβας των Αραχόβων
    αιτιατική την Αράχοβα τις Αράχοβες
     κλητική Αράχοβα Αράχοβες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αράχοβα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης о̀рахов (òrahov, καρυδένιος)[1] < σλαβικής προέλευσης о̀рах (ǒrax, καρυδιά) < πρωτοσλαβική *orěxъ (καρύδι, καρυδιά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *areyis-[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɾa.xo.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ρά‐χο‐βα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αράχοβα θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]