Βάρναλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάρναλης οι Βαρναλαίοι
      γενική του Βάρναλη των Βαρναλαίων
    αιτιατική τον Βάρναλη τους Βαρναλαίους
     κλητική Βάρναλη Βαρναλαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπότσαρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βάρναλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική Varnalı (πατριδωνυμικό) < Varna (Βάρνα) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvaɾ.na.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βάρ‐να‐λης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βάρναλης αρσενικό (θηλυκό Βάρναλη)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]