Βαθιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaˈθço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐θιώ‐της
- ομόηχο: Βαθειώτης
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαθιώτης | οι | Βαθιώτες |
γενική | του | Βαθιώτη | των | Βαθιωτών |
αιτιατική | τον | Βαθιώτη | τους | Βαθιώτες |
κλητική | Βαθιώτη | Βαθιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαθιώτης αρσενικό (θηλυκό Βαθιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Βαθύ
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαθιώτης, βαθιώτισσα
- βαθιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Βαθύ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βαθιώτης
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαθιώτης | οι | Βαθιώτηδες |
γενική | του | Βαθιώτη* | των | Βαθιώτηδων |
αιτιατική | τον | Βαθιώτη | τους | Βαθιώτηδες |
κλητική | Βαθιώτη | Βαθιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βαθιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βαθιώτης < πατριδωνυμικό Βαθιώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαθιώτης αρσενικό (θηλυκό Βαθιώτη ή Βαθιώτου)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)