Βουλιαγμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βουλιαγμένη | οι | Βουλιαγμένες |
γενική | της | Βουλιαγμένης | των | Βουλιαγμένων |
αιτιατική | τη | Βουλιαγμένη | τις | Βουλιαγμένες |
κλητική | Βουλιαγμένη | Βουλιαγμένες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βουλιαγμένη < βουλιαγμένη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vu.ʎaɣˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐λιαγ‐μέ‐νη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βουλιαγμένη θηλυκό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βουλιαγμένη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ερωμένη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λίμνες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λίμνες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)